πατρόδοτος
From LSJ
[Seite 536] späteres Wort, = Folgdm, Euseb.
πατρόδοτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Εὐσ. ἐν Maittair. Misc. σ.139.
-ον, Μ
αυτός που δόθηκε ή παραδόθηκε από τον πατέρα, πατροπαράδοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -δοτος (< δοτός < δίδωμι), πρβλ. θεόδοτος].