θεόδοτος
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
θεόδοτον,
A = θεόσδοτος, ἔργα Pi.I.5(4).23; εὐχαί B.7.50.
II θεόδοτον, τό, remedy for coughs, Alex.Trall.5.4.
German (Pape)
[Seite 1195] dasselbe, ἔργα Pind. I. 4, 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
donné par les dieux.
Étymologie: θεός, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
θεόδοτος: данный богами (ἔργα Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόδοτος: -ον, (δίδωμι)= θεόσδοτος, Πίνδ. Ι. 5 (4). 29· -τὸ θεόδοτον, φάρμακον κατὰ βηχός, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. σ. 260.
English (Slater)
θεόδοτος god-given εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν (I. 5.23)
Greek Monolingual
θεόδοτος, -ον (Α)
1. δοσμένος από θεό («θεόδοτοι εύχαί», Βακχυλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το θεόδοτον
αντιβηχικό φάρμακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δοτος (< δίδωμι), πρβλ. α-μετά-δοτος. αν-έκ-δοτος].
Greek Monotonic
θεόδοτος: -ον (δίδωμι), = θεόσδοτος, σε Πίνδ.