παλινστατώ
From LSJ
Greek Monolingual
παλινστατῶ, -έω (Α)
(για τους Ρωμαίους πληβείους) επανέρχομαι, επιστρέφω από στάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -στατῶ (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. πρωτοστατώ].
παλινστατῶ, -έω (Α)
(για τους Ρωμαίους πληβείους) επανέρχομαι, επιστρέφω από στάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -στατῶ (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. πρωτοστατώ].