πατρολύμας
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
πατρολύμας: ὁ, = πατρολέτωρ, ὁ λυμαινόμενος τὸν πατέρα, Καισάρ. 1032.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πατρολέτωρ, πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -λύμας (< λύμη «κακοποίηση, βλάβη, φθορά»), πρβλ. μουσοπαλαιολύμας].