πορφυρόφυτος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
-ον, Μ
ο πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + φυτός (< φύω / φύομαι), πρβλ. ελαιόφυτος].
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
-ον, Μ
ο πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + φυτός (< φύω / φύομαι), πρβλ. ελαιόφυτος].