πολυκάρηνος

From LSJ
Revision as of 11:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκάρηνος Medium diacritics: πολυκάρηνος Low diacritics: πολυκάρηνος Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polykárēnos Transliteration B: polykarēnos Transliteration C: polykarinos Beta Code: poluka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. πουλ-, ον, many-headed, APl.4.91, Nonn. D.40.233.

German (Pape)

[Seite 664] vielköpfig.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκάρηνος: Ἐπ. πουλ-. ον. ὁ ἔχων πολλὰς κεφαλάς, πολυκέφαλος, Ἀνθ. Πλαν. 91, Νόνν. Δ. 40. 233.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυκάρηνος, -ον, Α
αυτός που έχει πολλά κεφάλια, πολυκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθοκάρηνος].

Greek Monotonic

πολῠκάρηνος: Επικ. πουλ-, -ον, αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

many-headed, Anth.