σπινθηροβολώ

Revision as of 11:36, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

σπινθηροβολῶ, -έω, ΝΜΑ
1. εκπέμπω σπινθήρες, σπιθοβολώ
2. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες, φεγγοβολώ, ακτινοβολώ
νεοελλ.
μτφ. παρέχω δείγματα υψηλής ευφυΐας και ανώτερης πνευματικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ(ας) + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. ῥιζοβολῶ].