τρίστροφος
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ον, A thrice-twisted, λίνον Meges ap.Orib.44.24.12. 2 consisting of three strophes, Sch.Pi.O.9.1.
Greek (Liddell-Scott)
τρίστροφος: -ον, τρὶς ἐστραμμένος, δηλ. καλῶς συνεστραμμένος, λίνον Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένος («λίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.)
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. μονόστροφος].