Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τρίστροφος

From LSJ
Revision as of 11:49, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίστροφος Medium diacritics: τρίστροφος Low diacritics: τρίστροφος Capitals: ΤΡΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: trístrophos Transliteration B: tristrophos Transliteration C: tristrofos Beta Code: tri/strofos

English (LSJ)

ον, A thrice-twisted, λίνον Meges ap.Orib.44.24.12. 2 consisting of three strophes, Sch.Pi.O.9.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρίστροφος: -ον, τρὶς ἐστραμμένος, δηλ. καλῶς συνεστραμμένος, λίνον Ὀρειβάσ. 25, ἔκδ. Mai. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν στροφῶν, Σχόλ. Πινδ. 1. 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένοςλίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.)
2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στροφος (< στροφή), πρβλ. μονόστροφος].