κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
το, Ν
ονομασία ενός τόπου ή γεωγραφικού χώρου, όπως λ.χ. πόλης, κωμόπολης, χωριού, συνοικίας, δρόμου, πλατείας, βουνού, ποταμού ή οποιασδήποτε τοποθεσίας με μικρή ή μεγάλη έκταση, αλλ. τοπωνυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ωνύμιο (< -ώνυμος < όνομα, βλ. λ. όνομα), πρβλ. παρωνύμιο].