τετραΰφαντος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
-ον, Α
αυτός που έχει υφανθεί με τέσσερεις χωριστούς χειρισμούς του ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὑφαντός (< ὑφαίνω), πρβλ. τριύφαντος].