τριύφαντος
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
[ῠ], ον, with triple web, PGrenf.2.111.38 (v/vi A. D.).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει υφανθεί με τριπλό υφαντικό χειρισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ὑφαντός (< ὑφαίνω), πρβλ. ἡμιύφαντος].