τερενόχρως

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερενόχρως Medium diacritics: τερενόχρως Low diacritics: τερενόχρως Capitals: ΤΕΡΕΝΟΧΡΩΣ
Transliteration A: terenóchrōs Transliteration B: terenochrōs Transliteration C: terenochros Beta Code: tereno/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, with tender skin, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις Anaxandr.41.37 (anap.); heterocl. dat. τερενόχροϊ Opp.H.2.56; nom. pl. τερενόχροες Orph.L.33.

German (Pape)

[Seite 1093] ωτος, ὁ, ἡ, mit zarter Haut, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις, Anaxandr. bei Ath. III, 131 d.

Greek (Liddell-Scott)

τερενόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων δέρμα τρυφερόν, τερενόχρωτες μαζῶν ὄψεις Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37· ἑτεροκλ. δοτ. τερενόχροϊ, Ὀππ. Ἁλ. 2. 56· ὀνομ. πληθ. τερενόχροες, Ὀρφ. Λιθ. 33.

Greek Monolingual

-ωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. τερενόχρους, -ουν και -οος, -οον, Α
αυτός που έχει τρυφερό, μαλακό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρην, -ενος «τρυφερός, μαλακός» + -χρως / -χροος / -χρους (< χρώς, χρωτός / χροός «επιδερμίδα»), πρβλ. ἁπαλόχρως].