φερεπτέρυγος

From LSJ
Revision as of 11:59, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

German (Pape)

[Seite 1261] od. φερεπτέρυξ, υγος, Flügel tragend, gefiedert, ὀϊστοί Opp. Hal. 2, 482.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) φερέπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -πτέρυγος (< πτέρυξ, -υγος), πρβλ. τανυσιπτέρυγος].