φερεπτέρυγος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1261] od. φερεπτέρυξ, υγος, Flügel tragend, gefiedert, ὀϊστοί Opp. Hal. 2, 482.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) φερέπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -πτέρυγος (< πτέρυξ, -υγος), πρβλ. τανυσιπτέρυγος].