ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
φῠσιουργός: ὁ (*ἔργω) ὁ ποιητὴς τῆς φύσεως, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 390.
ὁ, Α
δημιουργός της φύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].