ὁμοχώριος
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Greek Monolingual
ομόχωρος -η, -ο και ομοχώριος, -α, -ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, -ον)
1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης
2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι
(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην ίδια φορολογική περιφέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. στενό-χωρος. Ο τ. ὁμοχώριος < ομ(ο)- + -χώριος (< χῶρος), πρβλ. εγχώριος].