ὑπέρφατος

Revision as of 12:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, (φατός, φημί) above speech, ineffable, νιφετοῦ σθένος Pi.Pae.9.15; ὑ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Id.O.9.65.

German (Pape)

[Seite 1203] über allen Ausdruck, unaussprechlich, σθένος Pind. frg. 74; ὑπέρφατον μορφᾷ καὶ ἔργοισι Ol. 9, 65, außerordentlich, oder überaus zu preisen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au-dessus de toute expression, inexprimable, admirable.
Étymologie: ὑπέρ, φημί.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρφᾰτος: невыразимый, необычайный (σθένος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρφᾰτος: -ον, (φατός, φημί), ὁ ἀνώτερος παντὸς λόγου, ἄφατος, ἀνεκλάλητος, νιφετοῦ σθένος Πινδ. Ἀποσπ. 74. 8· ὑπ. ἀνὴρ μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 98.

English (Slater)

ὑπέρφᾰτος beyond telling, incredible ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι (O. 9.65) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (Pae. 9.15)

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκφατος].

Greek Monotonic

ὑπέρφᾰτος: -ον (φατός, φημί), ο ανώτερος λόγων, ανέκφραστος, ανείπωτος, απερίγραπτος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑπέρ-φᾰτος, ον, φατός, φημί
above speech, unspeakable, Pind.