ἀνεκλάλητος

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκλάλητος Medium diacritics: ἀνεκλάλητος Low diacritics: ανεκλάλητος Capitals: ΑΝΕΚΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aneklálētos Transliteration B: aneklalētos Transliteration C: aneklalitos Beta Code: a)nekla/lhtos

English (LSJ)

ἀνεκλάλητον,
A unutterable, ineffable, 1 Ep.Pet.1.8, Eun.VSp.486 B., Ar. Byz.Epit.26.10, Jul.Or.5.158d.
2 not capable of expression or not capable of calculation, δύναμις Dsc.Eup.Praef.; ἰδιότης Heliod. ap. Sch.Orib.45.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 indecible χαρά 1Ep.Petr.1.8, σωτηρία Eun.VS 486, θερμοῦ ποσότης Ar.Byz.Epit.26.10, ἀποκρύπτοντες τὰ ἀ. μυστήρια Clem.Al.QDS 36, τὰ ἀνεκλάλητα ἐκλαλήσομεν; Iul.Or.8.158d, cf. Corp.Herm.Fr.1.4, 1.31
incalculable δύναμις Dsc.Eup.praef., ἰδιότης Heliod. en Sch.Orib.45.2
subst. σοφὸς γὰρ τὰ τοιαῦτα σιγῇ πρὸς τὸ ἀνεκλάλητον ἐπισφραγίσασθαι pues es sabio como para sellar con el silencio estas cosas por su carácter de indecibles Hld.6.15.4.
2 adv. ἀνεκλαλήτως = de modo inefable ἵνα ἀναπαύσῃ ἀ. para que se recree de un modo inefable Mac.Aeg.M.34.481B.

German (Pape)

[Seite 221] unaussprechlich, Heliod. p. 252.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexprimable.
Étymologie: , ἐκλαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεκλάλητος: NT = ἀνεκδιήγητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκλάλητος: -ον, ἀνέκφραστος, ἀπερίγραπτος, Ἐπ. Πέτρ. Α΄, α΄, 8, Εὐνάπ. 77. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ. τόμ. Α΄, σ. 814. 2, σ. 396, Νικήτ. Εὐγ. 6, 525.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of ἐκλαλέω; not spoken out, i.e. (by implication) unutterable: unspeakable.

English (Thayer)

ἀνεκλαλητον (alpha privative and ἐκλαλέω), unspeakable: Dioscorides (100 A.D.>?) medicam., p. 93, Kühn edition); Heliodorus 6,15, p. 252 (296); and in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ἀνεκλάλητος, -ον (AM)
ανέκφραστος, απερίγραπτος.

Greek Monotonic

ἀνεκλάλητος: -ον (ἐκλαλέω), ανέκφραστος, απερίγραπτος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐκλαλέω
unspeakable, NTest.

Chinese

原文音譯:¢nekl£lhtoj 安-誒克-拉累拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-出去-說的
字義溯源:說不出來的,無法表達的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἐκλαλέω)=告訴)組成;而 (ἐκλαλέω)又由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀπολαλέω / λαλέω)*=說)組成
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 有說不出來的(1) 彼前1:8

Translations

ineffable

Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: onuitsprekelijk, onzeggelijk, onnoembaar; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: ineffable, innommable; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: unaussprechlich; Greek: ανείπωτος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, που δεν λέγεται, που δεν τον πιάνω στο στόμα μου; Ancient Greek: ἄφατος, ἄφραστος, οὐ φατός, ἀνωνόμαστος, ἀμύθητος, ἄρρητος, ἀπόρρητος, ἄγρυκτος, ἀναύδητος, ἀνεκλάλητος, ἄλεκτος, δύσφατος, ἄσπετος, ἀφώνητος, ἀναυδής, ἄεπτος, ἀνέκφραστος, ἀθέσφατος, ἀπειρέσιος, ἄλαλος, ἀνεκφώνητος, ἄφθεγκτος, ἀπόφημος, ἄναυδος, ἀλάλητος; Latin: ineffabilis; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: inefável, indescritível; Romanian: inefabil; Russian: невыразимый, несказанный, неописуемый; Spanish: inefable; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol

unspeakable

Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: indicible; German: unsäglich; Greek: ανείπωτος, ακατανόμαστος, απερίγραπτος, άφατος; Ancient Greek: ἀάσπετος, ἀλάλητος, ἄλεκτος, ἀμύθευτος, ἀμύθητος, ἀναύδητος, ἄναυδος, ἀνεκλάλητος, ἀνεξήγητος, ἀνώνυμος, ἀπόφθεγκτος, ἀπρεπής, ἀπροφάσιστος, ἄρρητος, ἄσπετος, ἄφθεγκτος, ἄφραστος, ἀφώνητος, ἄφωνος, θεσπέσιος, οὔ τι φατειός, οὐ φατός, ὑπέρφατος, ὑπερφυής; Italian: indicibile; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: непередаваемый, несказанный, неописуемый; Telugu: చెప్పరాని