ὁμοήθης
English (LSJ)
ες, of the same habits or character, Pl.Grg.510c, Arist.EN1157a11 : Comp. -έστερος ib.1162a12; cf. ὁμήθης.
German (Pape)
[Seite 334] ες, von demselben Character; Plat. Gorg. 510 c; καὶ ὁμοπαθεῖς, Arist. Eth. 8, 11. S. auch ὁμήθης.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a les mêmes mœurs ou le même caractère.
Étymologie: ὁμός, ἦθος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοήθης: имеющий одинаковый нрав, наделенный таким же характером Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοήθης: -ες, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ ἤθη, τὸν αὐτὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Γοργ. 510C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 5· ὁμοηθέστερος αὐτόθι 12, 6· ὡσαύτως ὁμήθης.
Greek Monolingual
ὁμοήθης, -ες (ΑΜ, Α και ὁμήθης, -ες)
αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης].
Greek Monotonic
ὁμοήθης: -ες (ἦθος), αυτός που έχει τις ίδιες συνηθειες ή τον ίδιο χαρακτήρα, σε Πλάτ., Αριστ.
Middle Liddell
ὁμο-ήθης, ες ἦθος
of the same habits or character, Plat., Arist.