εύτεχνος

From LSJ
Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source

Greek Monolingual

εὔτεχνος, -ον (ΑΜ)
(για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος
αρχ.
(για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης της τέχνης.
επίρρ...
εὐτέχνως (ΑΜ)
επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακότεχνος, φιλότεχνος).