εὔτεχνος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εὔτεχνον,
A skilfully wrought, ναυτικόν Hp.Ep.14.
2 skilful, of persons, σκυτοτόμοι AP6.206 (Antip. Sid.), cf. Epigr.Gr.979 (Philae, i B.C.).
3 Adv. εὐτέχνως = ἐπισταμένως (skilfully), Sch.Opp.H.3.536.
German (Pape)
[Seite 1102] kunsterfahren, kunstgeübt, σκυτοτόμος Antp. Sid. 21 (VI, 206); Hippocr. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
industrieux, habile ; en parl. de choses ingénieux.
Étymologie: εὖ, τέχνη.
Russian (Dvoretsky)
εὔτεχνος: искусный, умелый (σκυτοτόμος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔτεχνος: -ον, ἔμπειρος, ἐπιτήδειος, ἐπὶ προσώπων, Ἱππ. Ἐπιστ. 1276. 51, Συλλ. Ἐπιγρ. 4924b· εὐτέχνων... σκυτοτόμων Ἀντ. Π. 6.206. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μετὰ τέχνης κατεσκευασμένον, εὐτέχνοισιν ἐδέθλοις Παῦλ. Σιλεντ. Ἔκφρ. Μεγαλ. Ἐκκλ. 514· ἔργοις ὁ αὐτ. ἐν Ἄμβ. 79. ― Ἐπίρρ. εὐτέχνως, Πολυδ. Δ΄, 24, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 110D, κλ.
Greek Monolingual
εὔτεχνος, -ον (ΑΜ)
(για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος
αρχ.
(για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης της τέχνης.
επίρρ...
εὐτέχνως (ΑΜ)
επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακότεχνος, φιλότεχνος].
Greek Monotonic
εὔτεχνος: -ον (τέχνη), δεξιοτέχνης, επιδέξιος, σε Ανθ.