εύτεχνος

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

εὔτεχνος, -ον (ΑΜ)
(για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος
αρχ.
(για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης της τέχνης.
επίρρ...
εὐτέχνως (ΑΜ)
επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακότεχνος, φιλότεχνος].