καλλίτεχνος

From LSJ
Revision as of 13:08, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτεχνος Medium diacritics: καλλίτεχνος Low diacritics: καλλίτεχνος Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: kallítechnos Transliteration B: kallitechnos Transliteration C: kallitechnos Beta Code: kalli/texnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, making beautiful works of art, Str.1.2.33, 16.2.24, Them.Or.4.56b.

German (Pape)

[Seite 1311] = καλλιτέχνης, Strab. I p. 41 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίτεχνος: ὁ, ἡ, καλός, ἐπιδέξιος, τεχνίτης, ἐπιτήδειος κατασκευαστὴς κομψῶν τεχνουργημάτων, Στράβ. 41, 757.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίτεχνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία
αρχ.
το αρσ. και θηλ. ως ουσ. , ἡ καλλίτεχνος
αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακότεχνος, ομοιότεχνος].