πλαγιόμματος

From LSJ
Revision as of 13:19, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιόμμᾰτος Medium diacritics: πλαγιόμματος Low diacritics: πλαγιόμματος Capitals: ΠΛΑΓΙΟΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: plagiómmatos Transliteration B: plagiommatos Transliteration C: plagiommatos Beta Code: plagio/mmatos

English (LSJ)

ον, with oblique eyes, squinting, Eust.768.7.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιόμματος: -ον, ὁ ἔχων πλαγίους ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Εὐστ. 768. 7.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που βλέπει λοξά, ο αλλήθωροςστραβός καὶ πλαγιόμματος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -όμματος (< ὄμμα, -ατος), πρβλ. μονόμματος, πολυόμματος].