κοντόθωρος

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. μύωπας, αυτός που δεν μπορεί να δει μακριά
2. μτφ. αυτός που έχει περιορισμένη αντίληψη τών πραγμάτων ή που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -θωρος (< θ. θωρ- του θωρώ), πρβλ. γλυκόθωρος, καλόθωρος].