Κόρη
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
Doric Κόρα (Cretan Κώρα GDI 5047), Ionic Κούρη, Arc. (?) Κόρϝα IG 5(2).554 (provenance unknown), ἡ: — the daughter (of Demeter), Persephone, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κόρῃ (v.l. Κούρῃ) Hdt. 8.65; ναὶ τὰν Κόραν Ar. V. 1438; Δημήτηρ καὶ Κ. Id. Th. 298, X. HG 6.3.6, IG 2.1217, etc.; τῆς Κόρης ἁρπασθείσης Isoc. 4.28; less freq. Κ. Δήμητρος E. Alc. 358, cf. Ar. Ra. 337; Κ. τὴν Διὸς καὶ Δήμητρος Isoc. 10.20. Δηοῦς κ., in Com., = flour, Antiph. 52.9; so μεμαγμένη Δήμητρος κ. Eub. 75.10.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Corè, propr. la jeune fille (de Déméter) n. de Perséphonè.
Étymologie: κόρη.
Russian (Dvoretsky)
Κόρη: ион. Κούρη, дор. Κόρα ἡ Кора, Дочь (Деметры), т. е. Персефона (τὴν ὁρτὴν ἄγειν τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ Her.; ναὶ τὰν Κόραν Arph.).