κιθαριστρίς
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = κιθαρίστρια, Nic.Dam. 66.26 J. (pl.), Lemma to AP 5.221 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1437] ίδος, ἡ, dasselbe, im Lemma des Ep. (V, 222).
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰριστρίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ κιθαριστής, Λῆμμα εἰς Ἀνθ. Π. 5. 222.
Russian (Dvoretsky)
κῐθᾰριστρίς: ίδος ἡ кифаристка Anth.