πυλαγόρας
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
{{LSJ2 |Full diacritics=πυλαγόρας |Medium diacritics=πυλαγόρας |Low diacritics=πυλαγόρας |Capitals=ΠΥΛΑΓΟΡΑΣ |Transliteration A=pylagóras |Transliteration B=pylagoras |Transliteration C=pylagoras |Beta Code=pulago/ras |Definition=ου, ὁ, (< Πύλαι, ἀγείρω) delegate sent to the Amphictyonic Council at Pylae, [[ἥκειν… φασι τοὺς πυλαγόρας Ar. Fr. 322; — also πυλαγόρος or πυλάγορος, Hdt. 7.214, D. 18.149 (v.l. -γόρας), Decr. Amphict. ib. 154, Aeschin. 3.113, 114 (v.l. -γόρας), 122, al., Str. 9.3.7 (both forms); διὰ βίου SIG 795 B 5 (Delph., i AD); cf. πυληγόρος. }}
German (Pape)
[Seite 817] ὁ, ein als Redner zur Versammlung der Amphiktyonen nach Pylä Abgesandter; übh. Gesandter eines hellenischen Staates bei der amphiktyonischen Bundesversammlung, Dem. 18, 149; ἔδοξε τοῖς πυλαγόραις (Bekker πυλαγόροις, wie Aesch. 3, 113 πυλαγόρων) καὶ τοῖς συνέδροις τῶν Ἀμφικτυόνων, ib. 154, vgl. 155.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pylagore, député à l'assemblée de Pyles, ou conseil des Amphictions.
Étymologie: Πύλαι, ἀγορεύω.
Greek Monolingual
και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α
1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι
οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα της πόλης από την οποία εξελέγησαν
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι
τελῶναι, καὶ οἱ τῶν πανηγύρεων ἐπιμεληταί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλαι + -αγόρας / -αγορος / -ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. λαβραγόρης, βουληγόρος)].
Russian (Dvoretsky)
πῠλᾰγόρᾱς: ου ὁ пилагор (делегат на собрание Амфиктионийского союза в городе Πύλαι, 1 от каждого государства, входившего в этот союз) Dem., Aeschin.
Mantoulidis Etymological
(=ἀντιπρόσωπος στό Ἀμφικτυονικό συνέδριο στίς Πύλες). Ἀπό τό Πύλαι (=Θερμοπύλες) + ἀγείρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πύλη.