πλαστικάριος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ὁ, potter (?), PSI8.955 (vi A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
πιθ. αγγειοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστικός + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius), πρβλ. μουσιάριος].