οπισθοχωρώ
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
-έω
1. κινούμαι προς τα πίσω, υποχωρώ
2. στρ. εκτελώ οπισθοχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -χωρώ (< χώρος), πρβλ. υποχωρώ].