υγρομέτωπος
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
-ον, Α
αυτός που έχει μαλακό, τρυφερό μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. λευκομέτωπος].