υγρομέτωπος

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μαλακό, τρυφερό μέτωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -μέτωπος (< μέτωπον), πρβλ. λευκομέτωπος].