πλέθρο
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
το / πλέθρον ΝΑ, και βλέθρον και πέλεθρον Α
μονάδα μήκους ισοδύναμη με 29,57 μέτρα σήμερα, η οποία κατά την αρχαιότητα ήταν ίση με 100 ελληνικούς πόδες ή 10 ακαίνας ή ⅙ του σταδίου
νεοελλ.
μονάδα επιφάνειας ισοδύναμη με 874,38 τετραγωνικά μέτρα
αρχ.
(στη Ρώμη) μονάδα μέτρησης γεωργικών εκτάσεων ίση με διακόσιους σαράντα πόδες ως προς το μήκος και εκατόν είκοσι ως προς το πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., με επίθημα -θρον (πρβλ. βέρεθρον). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση του τ. με το ρ. πέλομαι «γυρίζω, περιφέρομαι». Αρχαιότερος θεωρείται ο ομηρ. τ. πέλεθρον από τον οποίο προήλθε ο τ. πλέθρον με συγκοπή του -ε-].