Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
-άδος, ἡ, Αη Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός).[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα -ιάς (πρβλ. Ολυμπιάς)].