σπαλακία

From LSJ
Revision as of 16:16, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰλᾰκία Medium diacritics: σπαλακία Low diacritics: σπαλακία Capitals: ΣΠΑΛΑΚΙΑ
Transliteration A: spalakía Transliteration B: spalakia Transliteration C: spalakia Beta Code: spalaki/a

English (LSJ)

ἡ, dim-sightedness, Hsch.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, ein Fehler am Auge, Hesych., von

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰλᾰκία: ἡ, ἐλάττωμα τῶν ὀφθαλμῶν, ἀδυναμία τῆς ὁράσεως, «πήρωσις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. μεγάλη εξασθένηση της όρασης
2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, -ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα -ία (πρβλ. μυωπία)].