ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness
η / σπαθία, ΝΜ, και σπαθέα Μχτύπημα με σπαθί, καθώς και το τραύμα που δημιουργείται από αυτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].