Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
-α, -ο / στηθιαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στήθος, στηθικός
αρχ.
1. αυτός που έχει πλατύ στέρνο, ευρύστερνος
2. φρ. «στηθιαῖοι ἀνδριάντες»
πιθ. ασπίδες ή θώρακες επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ραχιαίος)].