συμβουλάτορας
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
Greek Monolingual
και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους
2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες του ρήγα»)
3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβουλος + κατάλ. -άτορας (πρβλ. εστιάτορας). Η λ., στον λόγιο τ. συμβουλάτωρ, μαρτυρείται από 1772 στον Ιω. Αδάμη].