σταχυηρός

From LSJ
Revision as of 16:33, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠηρός Medium diacritics: σταχυηρός Low diacritics: σταχυηρός Capitals: ΣΤΑΧΥΗΡΟΣ
Transliteration A: stachyērós Transliteration B: stachyēros Transliteration C: stachyiros Beta Code: staxuhro/s

English (LSJ)

ά, όν, bearing ears of corn, σπέρμα Thphr.HP9.16.4; τὰ σ. plants that bear ears, cereals, ib.1.11.4, al.

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren, τὰ σταχυηρά, die ährentragenden Pflanzen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυηρός: -ά, -όν, ὁ φέρων στάχυας σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 4· τὰ σταχυηρά, τὰ φυτὰ ὅσα φέρουσι στάχυας, τὰ σιτηρά, τὰ δημητριακά, τὰ «γεννήματα», ὁ αὐτ. 1. 11, 4, κτλ.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. το ουδ. ως ουσ. τά σταχυηρά
τα φυτά που σχηματίζουν στάχυ
2. φρ. «σταχυηρὸν σπέρμα» — σπόρος από τον οποίο παράγεται φυτό με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσηρός)].