πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
-α, -ο, Ν
1. ασήμαντος, χωρίς καμία αξία, μηδαμινός
2. (για πρόσ.) άθλιος, ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίποτα / τίποτε + κατάλ. -ένιος (πρβλ. λαστιχένιος)].