φθογγήεις
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
εσσα, εν, contr. φθογγῆς, sounding, Hdn.Gr.2.618, al.; φωνήεντας καὶ φθογγήεντας, of vowels, Nicom. Exc.6.
Greek (Liddell-Scott)
φθογγήεις: εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Α
αυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμήεις), βλ. λ. -όεις].