χαραμάδα

From LSJ
Revision as of 16:52, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χαραμίδα, η, Ν
επίμηκες άνοιγμα, σχισμή ή μικρό κενό διάστημα κατά την αρμογή τών τμημάτων ενός όλου ή ως αποτέλεσμα βλάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραμα + κατάλ. -άδα (πρβλ. σκισμάδα), ενώ ο τ. χαραμίδα με κατάλ. -ίδα (πρβλ. σταλαμίδα)].