ὑλιστήρ

From LSJ
Revision as of 17:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλιστήρ Medium diacritics: ὑλιστήρ Low diacritics: υλιστήρ Capitals: ΥΛΙΣΤΗΡ
Transliteration A: hylistḗr Transliteration B: hylistēr Transliteration C: ylistir Beta Code: u(listh/r

English (LSJ)

[ῡ], ῆρος, ὁ, (ὑλίζω) filter, colander, Dsc.2.101, Ath.Med. ap.Orib.5.5.1, PLond.2.191.15 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1177] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = τρύγοιπος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλιστήρ: ῆρος, ὁ, (ὑλίζω) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - Κατὰ τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «ὑλιστήρ: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι».

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
το στραγγιστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομιστήρ)].