εορτάζω

From LSJ
Revision as of 06:50, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

και γιορτάζω (AM ἑορτάζω)
1. τιμώ, διοργανώνω εορταστικές εκδηλώσεις
2. (για ναό, προσκύνημα κ.λπ.) έχω πανηγύρι, διοργανώνεται επίσημη εορτή
νεοελλ.
(σε συγκεκριμένη ημερομηνία) έχω την ονομαστική μου εορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή + επίθημα -άζω (πρβλ. πλεονάζω)].