διοργανώνω

Greek Monolingual

(AM διοργανῶ, -όω)
τακτοποιώ, διατάσσω κατάλληλα τα μέρη ώστε να αποτελεστεί οργανικό σύνολο
νεοελλ.
προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση, επιχείρηση
αρχ.
διοργανοῦμαι
(για έμβρυο) αποκτώ όργανα.