οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
η (AM ἡπατῑτις)οξεία ή χρόνια φλεγμονή του ήπατος, διάχυτη ή εστιακή, την οποία συνήθως προκαλεί λοιμώδης αιτία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ίτις (πρβλ. ικτερίτις)].