μακρόπυλος
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
gloss on Τηλέπυλος, Sch.Od.10.82.
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπῠλος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὰς πύλας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Κ. 82.
Greek Monolingual
μακρόπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει υψηλές πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πύλη (πρβλ. δίπυλος)].
German (Pape)
mit langen, hohen Toren, Schol. Od. 10.82 und Eust. Erkl. von τηλέπυλος.