επιζάφελος
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
Greek Monolingual
ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζαχρηής)].