ψήσιμο
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψήνω («το ψήσιμο του αρνιού»)
2. (γενικά) μαγείρεμα, βράσιμο («το ψήσιμο του καφέ»)
3. (σχετικά με πράγμ.) όπτηση («ψήσιμο κεραμεικών»)
4. μτφ. προσπάθεια για δημιουργία ερωτικού δεσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα του ψήνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].