χρονία
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
[Seite 1377] ἡ, = χρονιότης, zw.
ἡ, Μ
(αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ία (πρβλ. θυσία)].